- ινφλουέντζα
- και ινφλουλέντσα ή ιμφλουέντζα, ήη γρίπη.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. influenza «επίδραση, μετάδοση»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλογονταρντάνα — η η ασθένεια ινφλουέντζα, που προσβάλλει τα άλογα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + νταρντάνα] … Dictionary of Greek